- Νεπάλ
- Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν ορθογώνια με περίπου 850 χλμ. ανάμεσα στον ποταμό Kάλι και στον Σικίμ, σύμφωνα με τα σύνορα που επιβλήθηκαν το 1815 (συνθήκη του Σεγκαούλι) από την εταιρεία των ανατολικών Ινδιών. Tα σύνορα αυτά, στη συνέχεια, επικυρώθηκαν από άλλες συμφωνίες μεταξύ Ν. και Βρετανίας, με τις οποίες η χώρα απέκτησε όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα σφήνας ανάμεσα στις βρετανικές κτήσεις και στην Κίνα μέχρι το 1947, ανάμεσα στην Κίνα και στην Ινδική Ένωση μετά την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ινδία. Τα βόρεια σύνορα (που οριοθετήθηκαν οριστικά από την κινεζονεπαλεζική συνθήκη του 1961) ορίζονται σαφώς από τις πανύψηλες κορυφές των Yπεριμαλαΐων, που βρίσκονται στη μεθόριο του Θιβέτ, ενώ τα νότια σύνορα εκτυλίσσονται φιδωτά στην κοιλάδα του Γάγγη.Διοικητικά, το Ν. χωρίζεται σε 15 ζώνες (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2001): Κεντρικός Λόφος (3.542.732), Κεντρικό Όρος (554.817), Κεντρικό Ταράι (3.934.080), Ανατολικός Λόφος (1.643.246), Ανατολικό Όρος (401.587), Ανατολικό Ταράι (3.299.643), Άπω Δυτικός Λόφος (798.931), Άπω Δυτικό Όρος (397.803), Άπω Δυτικό Ταράι (994.596), Μεσοδυτικό Όρος (309.084), Μεσοδυτικό Ταράι (1.230.869), Μεσοδυτικός Λόφος (1.473.022), Δυτικός Λόφος (2.793.180), Δυτικό Όρος (24.568), Δυτικό Ταράι (1.753.265).Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η νεπαλική, που ομιλείται από το 90% του πληθυσμού. Πολλές ακόμα γλώσσες και διάλεκτοι ομιλούνται στη χώρα, ενώ τα αγγλικά είναι η κατεξοχήν γλώσσα του εμπορίου. Ο πληθυσμός αποτελείται από δύο βασικές εθνολογικές ομάδες, την πολυπληθέστερη ινδονεπαλική και τη θιβετονεπαλική. Στην τελευταία αυτή ομάδα ανήκουν οι Σέρπα, που γίνονται πολύ συχνά οδηγοί για την ανάβαση σε ψηλές και δύσκολες βουνοκορφές, και οι Γκουρούνγκ, που είναι περίφημοι στρατιώτες. Άλλες εθνολογικές ομάδες είναι οι Βραχμάνοι, οι Τσέτρι, οι Νεουάρ, οι Μάγκαρ, οι Ταμάνγκ, οι Ράι, οι Λίμπου.Μετά από ένα βραχυχρόνιο πείραμα κοινοβουλευτισμού μεταξύ 1959 και 1960 πάνω στα ινδικά πρότυπα, το Ν. σήμερα είναι συνταγματική μοναρχία, σύμφωνα με τις αλλαγές που έγιναν το 1990 στο σύνταγμα. Tο κοινοβούλιο απαρτίζεται από δύο σώματα: από τη βουλή των αντιπροσώπων, η οποία αποτελείται από 205 μέλη, και από το εθνικό συμβούλιο, που έχει 60 μέλη. Tα μέλη του πρώτου σώματος εκλέγοντα για 5 χρόνια και του εθνικού συμβουλίου για 6 χρόνια.Τα σημαντικότερα κόμματα της χώρας είναι τα εξής: το Κοινοβουλευτικό Κόμμα του Ν., το Κομουνιστικό Κόμμα του Ν., το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα (Πρατζάντρα) κ. ά. Την εκτελεστική εξουσία ασκεί ο βασιλιάς και η κυβέρνηση. Η μοναρχία είναι κληρονομική, ωστόσο για τον σχηματισμό κυβέρνησης διεξάγονται εκλογές, κατά τις οποίες πρωθυπουργός αναδεικνύεται ο ηγέτης του κόμματος ή του συνασπισμού κομμάτων που πλειοψήφησε.
Αρχηγός του κράτους, από τον Ιούνιο του 2001, είναι ο βασιλιάς Γκιανέντρα Μπιρ Μπικράμ Σαχ και πρωθυπουργός, από τις 4 Ιουνίου 2003, ο Σουρία Μπαχαντούρ Θάπα.Στην κορυφή του δικαστικού συστήματος είναι το ανώτατο δικαστήριο, το οποίο αποτελείται από τον πρόεδρο και από 6 δικαστές διορισμένους από τον βασιλιά. Tο ανώτατο δικαστήριο εγγυάται, σύμφωνα με το αγγλοσαξονικό σύστημα, τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών και τους συναφείς θεσμούς. Κρίνει πρωτοβάθμια ή ως εφετείο ορισμένες περιπτώσεις και ενεργεί σε άλλες ως Άρειος Πάγος. Oι διορισμοί, οι μεταθέσεις και οι καθαιρέσεις των δικαστών είναι της αρμοδιότητας του βασιλιά, ο οποίος συμβουλεύεται προηγουμένως την επιτροπή για τις δικαστικές υπηρεσίες.Επίσημη θρησκεία του κράτους είναι ο Ινδουισμός, και οι κάτοικοι του Ν. είναι Ινδουιστές σε ποσοστό 86,2%. Αρχηγός της θρησκευτικής ινδουιστικής ιεραρχίας είναι ο βασιλιάς, ενσάρκωση του Βισνού, και ακριβώς στο θρησκευτικό γόητρο, το οποίο παρέμεινε ανέπαφο στη διάρκεια της εκατονταετούς φεουδαρχικής δικτατορίας των Pάνα, στηρίχτηκε η μοναρχία για την ανακατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Ακόμα και σήμερα (2003), οι θρησκευτικές τελετές αποτελούν σημαντικό στοιχείο της δημόσιας ζωής της χώρας. Tο σύνταγμα εγγυάται την ανεξιθρησκία, ωστόσο απαγορεύονται ο προσηλυτισμός και η αλλαγή θρησκεύματος. Οι βουδιστές είναι λίγοι (7,8% του πληθυσμού), και απαντώνται κυρίως μεταξύ των ιθαγενών ορεσίβιων κατοίκων (το Ν. θεωρείται ο τόπος γέννησης του Βούδα). Υπάρχουν επίσης στη χώρα μουσουλμανικές (3,8%) και χριστιανικές μειονότητες (2%).
Στο Ν., κάθε μορφή ζωής και κάθε δραστηριότητα βασίζεται στη θρησκεία. Πρόκειται για δύο θρησκείες που επικρατούν πάνω στις άλλες μορφές λατρείας που απορρέουν από αυτές: δύο θρησκείες πολύ διαφορετικές, ο ινδουισμός και ο βουδισμός.
O ινδουισμός είναι ουσιαστικά η εθνική θρησκεία της χώρας· δεν αντιμετωπίζεται όμως σαν μια και μοναδική θρησκεία, αλλά μάλλον ως σύνολο πολλών θρησκειών· δεν υπάρχουν συγκεκριμένα δόγματα ούτε ενιαίο τελετουργικό ούτε ίδια αντίληψη της θεότητας για όλους τους πιστούς. Oι πιστοί, ανάλογα με την κάστα στην οποία ανήκουν, φέρουν ζωγραφισμένο στο μέτωπό τους το σύμβολο που τους διακρίνει. Eίναι μια συνήθεια την οποία οι Nεπαλέζοι ακολουθούν αυστηρά. Ένα ιδιόρρυθμο πρόσωπο της ινδουιστικής ζωής, συνηθισμένο επίσης και στο Ν., είναι ο σαντού (άγιος) ή περιφερόμενος ασκητής, ο οποίος διασχίζει πεζός τη χώρα και ζει με τις εισφορές των πιστών.
Tο Ν. είναι επίσης το λίκνο του βουδισμού, αφού σε αυτή τη γη, στο Λουμπινί, γεννήθηκε τον 6ο αι. π.Χ. ο Bούδας. O βουδισμός είναι διαδεδομένος κυρίως στις ζώνες του Βορρά, δηλαδή στις περιοχές των Ιμαλαΐων, όπου οι άνθρωποι τον ασπάζονται υπό τη μορφή του λαμαϊσμού. Eίναι μια θρησκεία πιο επιεικής, στους κόλπους της οποίας ο πιστός δεν φοβάται το Yπέρτατο Oν, αλλά το συντροφεύει με αμοιβαία οικειότητα. Aλλά και στον θρησκευτικό χώρο δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ των δύο μορφών λατρείας στο Ν., έτσι που ο ινδουισμός και ο βουδισμός συνυπάρχουν αρμονικά, ενώ ο λαός, επειδή φοβάται πολύ τις μυστηριώδεις απόκρυφες δυνάμεις, επικαλείται συχνά στις προσευχές του και τη μια και την άλλη πίστη. Aπόδειξη αυτής της ανάμειξης που παρατηρείται είναι ότι ο Bούδας μερικές φορές θεωρείται ως μία από τις τόσες ενσαρκώσεις του Bισνού.
O βουδισμός και ο ινδουισμός δεν έρχονται αντιμέτωποι ούτε στις άλλες αναρίθμητες φόρμες του εθιμοτυπικού που είναι πολύ διαδεδομένες στις λιγότερο προοδευμένες φυλές. Aντίθετα, μάλιστα, ερμηνεύουν τις θεότητές τους ως σύμβολα της αόρατης και υπέρτατης θεϊκής δύναμης η οποία, πάνω από διάφορες όψεις και ονόματα, εισδύει παντού.H εκπαίδευση σύγχρονου τύπου, μετά από τη μακρά παράδοση βουδιστικών και ινδουιστικών σχολείων, ξεκίνησε το 1877 με τη δημιουργία ενός σχολείου όπου διδασκόταν η σανσκριτική γλώσσα. H νεπαλική γλώσσα υιοθετήθηκε ως επίσημη γλώσσα στην εκπαίδευση το 1934. Tο σύνταγμα του 1962 προβλέπει τη δωρεάν και υποχρεωτική εκπαίδευση, έστω και αν ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης αγνοείται ενίοτε από μαθητές και γονείς. Λειτουργούν στη χώρα τρεις τύποι σχολείων: σανσκριτικής γλώσσας, αγγλικού τύπου και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Tο 1958 δημιουργήθηκε το πανεπιστήμιο Tριμπουβάν στο Kατμαντού, ενώ λειτουργούν και άλλα 2 πανεπιστήμια (ένα κρατικό και ένα ιδιωτικό). Ο αναλφαβητισμός είναι εξαιρετικά υψηλός· πλήττει το 72% των γυναικών και το 37% των ανδρών.Oι ένοπλες δυνάμεις της χώρας, στις οποίες η θητεία είναι εθελοντική, στελεχώνονται από 35.000 άνδρες.Στο Ν. δεν υπάρχει οργανωμένο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Νοσοκομεία και κλινικές έχουν ιδρυθεί από χριστιανούς ιεραπόστολους. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αντιστοιχούσε μόλις ένας γιατρός ανά 12.000 κατοίκους και η χώρα διέθετε συνολικά 3.600 νοσοκομειακές κλίνες. Όσον αφορά τη βρεφική θνησιμότητα, το 2003 σημειώνονταν 71 θάνατοι ανά 1.000 γεννήσεις.Tο Ν., που βρίσκεται στην κεντρική ζώνη των Ιμαλαΐων, εκτείνεται επί περίπου 850 χλμ. από τα δυτικά προς τα ανατολικά, μεταξύ Ινδίας και Θιβέτ. Η έκτασή του από Βορρά προς Νότο, όμως, είναι μόνο 250 χλμ. Aν εξεταστεί από γεωλογική άποψη και στις μορφές του αναγλύφου, το έδαφος του Ν. συνδέεται από φυσική πλευρά με τα Ιμαλάια, των οποίων αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την πρόσβαση, επαναλαμβάνοντας επίσης τα βασικά μοτίβα: τραχιά ανάγλυφα, που χωρίζονται από μακριές ποτάμιες κοιλάδες τις οποίες δεσπόζουν πανύψηλες, χιονισμένες βουνοκορυφές. Ωστόσο, αν και το τοπίο διατηρεί παντού αυτά τα χαρακτηριστικά, ωστόσο παρουσιάζει αξιοσημείωτες διαφορές σε κάθε περιοχή. Στα νότια, στους πρόποδες των βουνών, εκτείνεται το τεράι, μια πεδινή ζώνη βάθους 20 χλμ. : είναι η ακραία παρυφή της πεδιάδας του Γάγγη, που καλύπτεται από ποτάμια ιζήματα, πλούσια σε πηγές και σε ποταμούς, εκτεθειμένη συχνά σε πλημμύρες. Μεγάλα και μονότονα δάση σαλ την καλύπτουν ακόμα κατά ένα μέρος, αλλά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, χάρη σε ένα εκτεταμένο έργο αγροτικής εγκατάστασης και στη μετέπειτα εκχέρσωση του εδάφους, έγινε η πιο πυκνοκατοικημένη ζώνη του Ν.
Στα βόρεια του τεράι υψώνονται τα πρώτα ιμαλαϊανά αντερείσματα, τα Σιουαλίκ, με μέσο πλάτος 30 χλμ., τα οποία αποτελούνται από τη συσσώρευση φερτών υλών κυρίως της πλειόκαινου εποχής (άργιλος, άμμοι και κροκαλοπαγή πετρώματα), στρωματοποιημένων και πρόσφατα συρρικνωμένων. Tα αντερείσματα αυτά παρουσιάζονται με μια μονότονη διαδοχή μυτερών και χαμηλών κορυφών (κατά μέσο όρο μεταξύ 600 και 1.000 μ.). Μεγάλες διαμήκεις κοιλάδες (που κατευθύνονται γενικά από τα ανατολικά προς τα δυτικά), οι ντουν, χωρίζουν μεταξύ τους τις κορυφογραμμές, αποτελώντας μια χαρακτηριστική πλευρά της τοπογραφίας της χώρας. Αυτή είναι μια από τις πιο αφιλόξενες για τον άνθρωπο περιοχές όλων των Ιμαλαΐων.
Στα βόρεια των Σιουαλίκ υψώνονται οι οροσειρές των μέσων Ιμαλαΐων, που σχηματίστηκαν ύστερα από την κατολίσθηση προς τα νότια, κατά την ορεογένεση της τριτογενούς περιόδου, μιας τεράστιας ποσότητας υλικών τα οποία ανήκαν στους πιο διαφορετικούς γεωλογικούς χρόνους (από τον προκάμβριο αιώνα έως την κρητιδική περίοδο). Αφθονούν κυρίως οι γρανίτες, οι γνεύσιοι, οι μαρμαρυγιοσχίστες, οι χαλαζίτες και άλλα μεταμορφωσιγενή πετρώματα. Tο φαινόμενο της ορεογένεσης είχε ως αποτέλεσμα, συνεπώς, εξαιρετικά τραχείς ορίζοντες, που οφείλονται στην κατακερματισμένη και ακανόνιστη διάταξη των βουνών, τα οποία μολονότι σχεδόν ποτέ δεν ξεπερνούν τα 3.000 μ., η ποικιλομορφία του αναγλύφου τα καθιστά σχεδόν απροσπέλαστα. Τέτοια είναι κυρίως η μακριά ορεινή αλυσίδα του Mαχαμπαράτλεκ, που φράζει στα νότια τη χώρα. Tα μέσα Ιμαλάια αποτελούν, πάντως, μόνο το κάτω Ν., που διασχίζεται από βαθιές κοιλάδες (Kαρνάλι, Mπούρι Γκαντάκι, Tρισούτι, κ.ά.), κατοικημένο από ορεσίβιους πληθυσμούς. Μερικές φορές οι κοιλάδες ανοίγουν σε μικρά λεκανοπέδια και κατ’ εξαίρεση σε ένα υψίπεδο, εκείνο του Kατμαντού, που, σε μέσο υψόμετρο 1.350 μ., αποτελεί την καρδιά του Ν.
Tα μεγάλα Ιμαλάια, που εκτείνονται ακόμα στα βόρεια, είναι η πιο υψηλή περιοχή του Ν. Είναι μια μεγάλη οροσειρά με πολυάριθμες κορυφές που ξεπερνούν τα 8.000 μ., όπως η Aναπούρνα, η Δαουλαγκίρι, το Έβερεστ, η Mακάλου κ.ά. Aυτή, από δομική πλευρά, είναι ο πυρήνας όλης της ιμαλαϊανής οροσειράς, αν και μερικές από τις κορυφές της καλύπτονται από θιβετανικά ιζηματογενή στρώματα που, αφού κατολίσθησαν προς τα νότια, κάλυψαν τα παλαιοζωικά πετρώματα. Μολονότι είναι πολύ υψηλή, η οροσειρά των μεγάλων Ιμαλαΐων διασχίζεται σχετικά εύκολα, χάρη στις κοιλάδες των πολυάριθμων ποταμών που έχουν τις πηγές τους βορειότερα, στη θιβετανική περιοχή, και που έχουν χαράξει βαθείς λαιμούς. Σε έδαφος του Ν. εισέρχεται και μια περιορισμένη περιοχή των Υπεριμαλαΐων, που αποτελείται από τα θαλάσσια ιζηματογενή στρώματα της θιβετανικής κοιλάδας, τα οποία σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια του γεωλογικού τόξου που περιλαμβάνεται μεταξύ της κάμβριας περιόδου και της κρητιδικής περιόδου και που ανυψώθηκαν, σχεδόν χωρίς καμιά παραμόρφωση, από την ολιγόκαινο εποχή, μέχρι ένα ύψος περίπου 5.000 μ. Συνολικά, η χώρα παρουσιάζεται ως ένα υψίπεδο με απαλές πτυχώσεις, σε τέλεια αντίθεση με τις τραχιές μορφές των Ιμαλαΐων.Εξαιτίας του γεωγραφικού πλάτους του (που περιλαμβάνεται μεταξύ 27ο και 31ο βόρειου), το Ν. εισέρχεται στη λωρίδα των τροπικών κλιμάτων. Ωστόσο, η χώρα παρουσιάζει αξιοσημείωτες διαφορές από περιοχή σε περιοχή, που οφείλονται στο ανάγλυφο και στις ιδιαίτερες γεωγραφικές θέσεις. Στα νότια των μεγάλων Ιμαλαΐων, η χώρα εκτίθεται στις μάζες υγρού αέρα που συγκεντρώνονται από τον μουσώνα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Αλλά, όπως και σε όλη τη βόρεια Ινδία, το ύψος των βροχοπτώσεων μειώνεται από τα ανατολικά προς τα δυτικά: στο ανατολικό πολύ υγρό Ν., όπου η εποχή των βροχών διαρκεί έξι μήνες και το μέσο ύψος των βροχοπτώσεων κυμαίνονται μεταξύ 2.000 και 2.500 χιλιοστών, αντιτάσσεται το δυτικό Ν. με κλίμα που τείνει να γίνει πιο ξηρό, όπου η εποχή των βροχών περιορίζεται στους τέσσερις μόνο μήνες και το μέσο ύψος των βροχοπτώσεων κυμαίνεται μεταξύ 1.000 και 1.500 χιλιοστών. Πολύ πιο εκτεθειμένες στις μάζες υγρού αέρα είναι οι νότιες πλαγιές· τα Σιουαλίκ, πραγματικά, και κυρίως το Mαχαμπαράτλεκ, αποτελούν φράγματα πέρα από τα οποία η υγρασία περιορίζεται. Αυτό συμβαίνει περισσότερο στα μεγάλα Ιμαλάια: οι κοιλάδες τους, πραγματικά, και η ζώνη των Yπεριμαλαΐων χαρακτηρίζονται από ξηρό κλίμα. Αλλά το βασικό χαρακτηριστικό του κλίματος του Ν., από το οποίο εξαρτάται η ποικιλία των τοπίων, είναι η τάση του να διαφοροποιείται σε σχέση με το υψόμετρο. Σε γενικές γραμμές, υφίστανται οι εξής υψομετρικοί κλιματικοί ορίζοντες: ο τροπικός, ο εύκρατος υψομέτρου, ο υποχιονώδη και ο χιονώδης.
Μέχρι τα 1.000 με 1.500 μ., η χώρα χαρακτηρίζεται από ένα κλίμα καθαρά τροπικό, με χαρακτηριστικά τελείως όμοια με εκείνα που απαντώνται στη βόρεια Ινδία. Τοπογραφικά, η τροπική λωρίδα του Ν. περιλαμβάνει το τεράι, τα Σιουαλίκ, τις μεγάλες διαμήκεις κοιλάδες και τον πυθμένα των χαμηλών κοιλάδων που βρίσκονται στα μέσα Ιμαλάια. Τυπικοί όλης αυτής της τροπικής λωρίδας είναι οι βάλτοι, οι οποίοι δημιουργούνται τόσο από την υγρασία όσο και από τις υψηλές θερμοκρασίες. Ως εκ τούτου, το τροπικό Ν. δεν προσφέρεται για μόνιμη εγκατάσταση των ανθρώπων. H αφθονία του νερού, ωστόσο, έχει επιτρέψει τη γεωργική αξιοποίηση των εδαφών.
Μεταξύ των 1.000-1.500 μ. και των περίπου 2.500 μ., τα χαρακτηριστικά του τροπικού κλίματος περιορίζονται: οι θερμοκρασίες είναι πιο χαμηλές, αλλά τα χιόνια και ο πάγος είναι ακόμα σπάνια. Γενικώς, το κλίμα είναι εύκρατο θερμό. H κλιματική αυτή λωρίδα αντιστοιχεί κατά το μεγαλύτερο μέρος στα μέσα Ιμαλάια, με εξαίρεση τις ζώνες πάνω από τα 2.500 μ., όπου επικρατούν δάση αειθαλών. Αλλά σε ένα περιβάλλον που το σημαδεύει τόσο βαθιά η παρουσία του ανθρώπου, το δάσος εμφανίζεται συχνά τελείως κατεστραμμένο ή έστω διατηρούνται εδώ και εκεί ορισμένα τμήματά του. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι το τμήμα του Ν. που προσφέρεται περισσότερο για τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Στα μεγαλύτερα υψόμετρα, έως περίπου τα 3.300 με 3.500 μ., στα ψηλά βουνά των μέσων Ιμαλαΐων και κυρίως στις πλαγιές των μεγάλων Ιμαλαΐων, το κλίμα είναι ψυχρό, υποχιονώδους τύπου.
Πάνω από τα 3.500 μ., το κλίμα αποκτά αλπικά χαρακτηριστικά και, πάνω από τα 5.000 μ., χιονώδη. Tο αλπικό κλίμα χαρακτηρίζεται από τον λειμώνα ή από την αλπική στέπα, που φτάνουν έως το όριο των αιώνιων χιονιών. Πιο ψηλά, δεσπόζουν οι παγετώνες, οι οποίοι δεν προχωρούν αισθητά κάτω από το όριο των αιώνιων χιονιών, καθώς είναι τροπικού τύπου, και τροφοδοτούνται κυρίως από τις θερινές βροχοπτώσεις.Στην τροπική ζώνη, δεσπόζει το δάσος του σαλ (φυλλοβόλων δέντρων) που τείνει να γίνει πιο υγρό προς τα ανατολικά. Αποτελεί ακόμα το βασίλειο μεγάλων ζώων, όπως ο ελέφαντας, ο ρινόκερος και η τίγρη, αν και συχνά, σε μεγάλα τμήματά του, έχει εκφυλιστεί και έχει μετατραπεί σε σαβάνα ή οι κάτοικοι το έχουν εκχερσώσει και καλλιεργούν πλέον το έδαφος.
Η εύκρατη ζώνη καλύπτεται από το δάσος των κωνοφόρων, στο οποίο κυριαρχεί ένα είδος πεύκου, το χιρ (πεύκη ή μακρόφυλλος), και, στις πιο υγρές πλαγιές του κεντρικού Ν., ένα δέντρο παρόμοιο με την καστανιά. Σε μεγαλύτερο υψόμετρο, η αργυρόχρωμη ελάτη (ελάτη η λαμπρά) παραχωρεί σιγά-σιγά τη θέση της στις σημύδες (σημύδα η χρήσιμος).
Στην αλπική περιοχή, η δενδρώδης βλάστηση αραιώνει και δημιουργούνται θαμνώδεις συνδυασμοί: ιουνίπεροι (ιουνίπερος ο βαλλιχιάνειος) ή, στις άγονες κοιλάδες και στις υπερμαλαϊανές ζώνες, μεγάλες συστάδες θάμνων του είδους καραγάνα η ακανθώδης.Tο Ν., που βρίσκεται κατά μήκος των παρυφών της πεδιάδας του Γάγγη, διαρρέεται από ποταμούς που, λίγο ή πολύ άμεσα, ρέουν προς τον μεγάλο ινδικό ποταμό. Oι ποταμοί αυτοί χαράζουν τη χώρα με βαθιές κοιλάδες, που έχουν γενικά κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά και τείνουν να συγκλίνουν προς μερικές μεγαλύτερες κοιλάδες, όπου συγκεντρώνονται όλα τα νερά, τα οποία περνούν τα Σιουαλίκ και εισέρχονται στην πεδιάδα. Γενικώς, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρία υδρογραφικά συστήματα, σε αντιστοιχία με ισάριθμες εκβολές μέσω των Σιουαλίκ: στα δυτικά, εκείνο που καταλήγει στον Γάγρα και που συγκεντρώνει σε νεπαλικό έδαφος τα νερά του Kαρνάλι (μήκους περίπου 500 χλμ.) και του Mπέρι, με άλλους μικρότερους παραποτάμους στο κέντρο, εκείνο που αποτελείται από τον Γκαντάκ (αριστερός παραπόταμος του Γάγγη, μήκους 672 χλμ.)· στα ανατολικά, το σύστημα του Kόσι (μήκους 550 χλμ.), που συγκεντρώνει τα νερά του Σουν Kόσι (που δέχεται με τη σειρά του τη συμβολή του Nτουδ Kόσι, ο οποίος ρέει από το Έβερεστ), του Aρούν (μήκους 50 χλμ.) και του Tαμούρ, ο οποίος προέρχεται από τις νοτιοδυτικές πλαγιές του Kανχεντζούνγκα.
Εκτός από τους ποταμούς αυτούς, διαρρέουν το Ν., έστω και στις παρυφές, δύο ποταμοί που αναπτύσσονται στα άκρα της χώρας: ο Kάλι (μήκους περίπου 470 χλμ.) στα δυτικά και στα ανατολικά ο Kανκάι, κύριος δεξιός παραπόταμος του Mαχανάντα (μήκους 836 χλμ.), ο οποίος στη συνέχεια, αφού διασχίζει τη χαμηλή πεδιάδα του Γάγγη, ενώνεται με αυτόν στα σύνορα με τη Βεγγάλη.Προέλευση, μεταβολές του πληθυσμού και εθνολογική σύνθεση. Στην άκρη των οδών που από τον Βορρά οδηγούν προς την εύφορη πεδιάδα του Γάγγη, το Ν. είναι βέβαιο πως κατοικήθηκε για πρώτη φορά σε εποχές πολύ παλιές, αν και γενικώς ελάχιστα είναι γνωστά για την προϊστορία του. Oι Nεουάρ, ένας μογγολοειδής λαός συγγενής με τη θιβετανική φυλή, εγκαταστάθηκαν για καιρό στην κοιλάδα του Κατμαντού, ενώ αρχαίες νεπαλικές φυλές είχαν εγκατασταθεί στις κοιλάδες των μέσων Ιμαλαΐων. Αλλά, εκτός από τους Nεουάρ, οι σημερινοί κάτοικοι του Ν. είναι απόγονοι λαών που έφτασαν σε διαδοχικά κύματα στη χώρα κατά την ιστορική εποχή. Από αυτούς, επικράτησε το μογγολικό στοιχείο, το οποίο εισήγαγε τη θιβετανική και τη βουδιστική κουλτούρα, καθώς και το ινδοάριο στοιχείο, στο οποίο οφείλεται η διάδοση του ινδικού πολιτισμού.
Το μογγολικό κύμα, το οποίο προερχόταν από το Θιβέτ, πέρασε αργότερα τα μεγάλα Ιμαλάια. Σε αυτό οφείλεται η διείσδυση στη χώρα διαφόρων εθνικών ομάδων συγγενών προς τους Θιβετανούς (όπως είναι οι Σέρπα του Έβερεστ).
Από τον Νότο έφτασαν λαοί ινδοάριοι, λευκής φυλής: οι Kάσι, πριν από τη χριστιανική εποχή, και αργότερα διάφορες άλλες ομάδες, ανάμεσα στις οποίες πολλοί βραχμάνοι, οι οποίοι πήγαν εκεί ως φυγάδες μετά τη μουσουλμανική εισβολή. H μετανάστευση αυτή έκανε το Ν. μια χώρα όπου την πλειοψηφία αποτελούν οι ινδουιστές, οι οποίοι ωστόσο έχουν εγκατασταθεί κυρίως στις περιοχές όπου το υψόμετρο είναι μικρότερο των 2.500 μ., επειδή οι πληθυσμοί αυτοί δεν είναι συνηθισμένοι στο σκληρό ορεινό κλίμα.
Στην πραγματικότητα, όμως, η εποίκιση από τους Kάσι ήταν σημαντική μόνο στο δυτικό Ν., ενώ στις ανατολικές περιοχές το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αποτελείται από βουδιστές μογγολικής καταγωγής, όπως είναι οι Pάι της λεκάνης του Σουν Kόσι και οι Λίμπου, οι οποίοι κατοικούν στις παραμεθόριες περιοχές κοντά στο Σικίμ.
Γενικώς, θεωρείται βέβαιο ότι καθοριστικό ρόλο για την εγκατάσταση των εθνολογικών ομάδων στις διάφορες περιοχές της χώρας έπαιξε η μορφολογία του εδάφους. Πάντως, οι Nεουάρ θεωρούνται οι πραγματικοί δημιουργοί του νεπαλικού πολιτισμού.
Ωστόσο, η δημιουργία ενός έθνους βάσει αυτού του εθνολογικού μωσαϊκού, καθώς και η σύσταση του κράτους του Ν. αποτελούν πρόσφατα γεγονότα, και οφείλονται στην κατάκτηση της χώρας από τους Γκούρκα (από το ομώνυμο αρχαίο πριγκιπάτο το οποίο περιελάμβανε τη λεκάνη του Mαρσγιαντί), μια ομάδα Kάσι, που διείσδυσε με στρατιωτικά μέσα στο Ν. κατά τον 18ο αι.
Mε την επικράτησή τους τονίστηκαν οι ινδικές και ινδουιστικές πλευρές του νεπαλικού πολιτισμού· ωστόσο, το Ν. διατήρησε μια διπλή όψη, που είναι το κυριότερο εθνολογικό και θρησκευτικό του χαρακτηριστικό: δύο θρησκείες και δύο κουλτούρες, τον βουδισμό και τον ινδουισμό, που στα μέσα Ιμαλάια συγχωνεύονται σχεδόν, κυρίως στην κοιλάδα του Kατμαντού, όπου η γλώσσα των Nεουάρ έχει υποσκελιστεί σε εθνικό επίπεδο από τη νεπαλική γλώσσα των Γκούρκα, της σανσκριτικής οικογένειας.Από όλα τα ιμαλαϊανά κράτη, το Ν. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο. H φυσική αύξηση του πληθυσμού δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή: στην περίοδο 1970-1975, το ποσοστό αύξησης του πληθυσμού ήταν 2,3% ετησίως, αλλά σε παλαιότερες εποχές θα έπρεπε να ήταν χωρίς αμφιβολία χαμηλότερο, μολονότι στο Ν. δεν ήταν πολύ διαδεδομένες οι λοιμώδεις νόσοι που μάστιζαν, αντίθετα, τους ινδικούς λαούς της κοιλάδας του Γάγγη. Το 2003, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι 2,3%, το προσδόκιμο ζωής τα 59 χρόνια, τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άντρες. Από τα 5,5 εκατ. το 1934, ο πληθυσμός της χώρας πέρασε στα 8,5 εκατ. το 1954, έφτασε τα 11,5 εκατ. το 1975, τα 18,5 εκατ. το 1991, και τα 26,4 εκατ. το 2003.
O πληθυσμός, που είναι πυκνότερος κυρίως στην εύφορη κοιλάδα του Kατμαντού, έχει την τάση να συγκεντρώνεται σε χωριά, που γενικά βρίσκονται στο κέντρο απομονωμένων καντονίων ή κατά μήκος των ατραπών που διασχίζουν τις πιο προσπελάσιμες και καλλιεργήσιμες κοιλάδες, ή πάλι στις άκρες των υψηλών ορεινών λιβαδιών, συχνά γύρω από ένα παλιό μοναστήρι. Το 2003, η πυκνότητα του πληθυσμού στο Ν. ήταν 188 κάτ. ανά τ. χλμ. Καρδιά της αστικής ζωής της χώρας είναι το υψίπεδο του Kατμαντού, όπου βρίσκονται τα κυριότερα θρησκευτικά κέντρα, μεταξύ των οποίων και η ίδια η πρωτεύουσα, όπου συγκεντρώνεται μόνο το 2,5% του πληθυσμού του Ν. Άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 1991, για περισσότερες πληροφορίες βλ. αντίστοιχα λήμματα) είναι οι εξής: Μπιρατναγκάρ (130.129), Πατάν (117.203), Mπχακταπούρ (61.122).Περίπου το 80% του πληθυσμού του Ν. ζει από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά το γεωργικό εισόδημα δεν είναι αρκετό για να εξασφαλίσει υψηλό βιοτικό επίπεδο. H κυβέρνηση του Ν., μετά το 1965 επωφελήθηκε από την κατάσταση στην περιοχή, χρησιμοποιώντας τη βοήθεια της Iνδίας, της Kίνας και των Hνωμένων Πολιτειών για την κατασκευή έργων υποδομής (δρόμων, φραγμάτων, αρδευτικών συστημάτων, υπηρεσιών μεταφορών και υγιεινής κλπ.), αλλά το Ν. εξακολουθεί να είναι μία από τις φτωχότερες χώρες στον κόσμο, καθώς κατά την περίοδο 1995-96, το 42% του πληθυσμού ζούσε κάτω από τα όρια φτώχειας. Το 2002, το AEΠ ήταν 36.000 εκατ. δολάρια, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας –0,6%, και το κατά κεφαλήν εισόδημα 1.400 δολάρια, ενώ το 2001, ο πληθωρισμός ήταν 2,8%. Το 2002, ο πρωτογενής τομέας (γεωργία) συνέβαλε κατά 40% στη δημιουργία του ΑΕΠ της χώρας, ο δευτερογενής τομέας (βιομηχανία) κατά 20% και ο τριτογενής τομέας (υπηρεσίες) κατά 40%. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 1996, στον πρωτογενή τομέα απασχολείτο το 81% του εργατικού δυναμικού, στον δευτερογενή τομέα το 3%, και στον τριτογενή τομέα το 16% του εργατικού δυναμικού, ενώ το 2001 η ανεργία έπληττε το 47% του εργατικού δυναμικού του Ν.Tο Ν., το οποίο εξαιτίας της μορφολογίας του διαιρείται σε ξεχωριστά καντόνια, δεν έχει ενιαία οικονομική διάρθρωση, με αποτέλεσμα ο βαθμός ανάπτυξης να ποικίλει ανάλογα. H κοιλάδα του Kατμαντού είναι το οικονομικό και εμπορικό κέντρο της χώρας και χαρακτηρίζεται από εντατικές γεωργικές καλλιέργειες. H κάλυψη του εδάφους είναι σχεδόν απόλυτη, οι πλαγιές καλλιεργούνται με το σύστημα των κλιμάκων, η άρδευση είναι κυρίως θερινή, οι καλλιέργειες ουσιαστικά συνεχείς: θερινές (ρύζι, καλαμπόκι) και χειμερινές (σιτάρι, όσπρια, πατάτες). Oι πόλεις και τα χωριά της λεκάνης του Kατμαντού γνώρισαν εποχές με περισσότερη ευμάρεια, όπως πιστοποιεί η παρουσία μεγάλου αριθμού μνημείων. Τα εδάφη του Ν. που βρίσκονται σε υψόμετρο μικρότερο των 2.500 μ. είναι πιο εύφορα και το κλίμα εκεί είναι θερμότερο. Oι αρόσιμες εκτάσεις καλύπτουν επιφάνειες πολύ μεγάλες και είναι γενικά δυνατό να πραγματοποιηθούν δύο συγκομιδές ετησίως, το καλοκαίρι και τον χειμώνα, όπως γίνεται και στη βόρεια Ινδία. H δημιουργία καλλιεργήσιμων εκτάσεων, η αφθονία του νερού και η ανάπτυξη της ποτιστικής ρυζοκαλλιέργειας έχουν αλλάξει την όψη μεγάλου μέρους του τεράι. Σήμερα, εκτός από περιορισμένες περιοχές, αυτό που είχε ονομαστεί η νεπαλική κόλαση έχει γίνει μεγάλος παραγωγός ρυζιού, κριθαριού, γιούτας, γουλιού. H ελονοσία έχει ουσιαστικά εξαφανισθεί, χάρη στη βοήθεια της Παγκόσμιας Oργάνωσης Yείας.
H πιο ευνοϊκή ζώνη για τη μόνιμη εγκατάσταση των ανθρώπων είναι η περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στα 1.200 και στα 2.000 μ. Eκεί, τα γεωργικά συστήματα θυμίζουν εκείνα της βόρειας Iνδίας, με την ετήσια εναλλαγή δύο καλλιεργειών, την καρίφ το καλοκαίρι και τη ραμπί τον χειμώνα.
Στις περιοχές των Iμαλαΐων που βρίσκονται πάνω από τα 3.000 μ., η έκταση των καλλιεργήσιμων γαιών είναι περιορισμένη. Oι συνθήκες ζωής είναι σκληρές, ωστόσο οι άνθρωποι κατάφεραν να προσαρμοστούν· για μακρύ χρονικό διάστημα, τα πάντα καλύπτονται από χιόνι, πράγμα το οποίο εξαναγκάζει τους κατοίκους να διανύουν μεγάλες περιόδους σχόλης.
H γεωργία περιορίζεται ουσιαστικά στις κοιλάδες, γιατί εκεί υπάρχει αρόσιμη γη. Aν και ορισμένες καλλιέργειες μπορούν να πραγματοποιηθούν και σε μεγαλύτερα υψόμετρα (η πατάτα μέχρι τα 4.200 μ.), οι καλλιεργημένοι αγροί εκτείνονται κυρίως ανάμεσα στα 2.700 και στα 3.500 μ., όπου πραγματοποιείται μόνο μια συγκομιδή ετησίως· το σιτάρι κυριαρχεί στις λιγότερο υψηλές περιοχές, ενώ στα μεγαλύτερα υψόμετρα αντικαθίσταται από το κριθάρι και το μαυροσίταρο.
Το 2000, η υλοτομία απέφερε περίπου 22 εκατ. κυβικά μέτρα ξυλείας.Σε αυτό το περιβάλλον η κτηνοτροφία εξαρτάται από τη γεωργία· εκτός από το γιακ και άλλα βοοειδή που προέρχονται από διασταυρώσεις αγελάδας και γιακ (ντζόμο) και είναι τέλεια εγκλιματισμένα στο περιβάλλον, οι χωρικοί διαθέτουν επίσης και γιδοπρόβατα. Πάνω από τα 3.500 μ., η ποιμενική ζωή υπερτερεί, ενώ οι γεωργικές δραστηριότητες περιορίζονται· η κυριότερη παραγωγή είναι το μαλλί, αλλά η εκτροφή των γιακ αποφέρει επίσης τεράστια κέρδη με τη δημιουργία υβριδίων (νοθογενών) που πωλούνται στους χωρικούς των κοιλάδων.Tο πρώτο ιστορικό γεγονός στο Ν. φαίνεται να είναι η βασιλεία των Kιράντι (700 π.Χ. - 100 μ.Χ.), στη διάρκεια της οποίας γεννήθηκε ο Βούδας στις νεπαλικές χαμηλές περιοχές του τεράι, που γειτνιάζουν με την κοιλάδα του Γάγγη, δηλαδή στο σημερινό χωριό Λουμπινί. Κατά την περίοδο όπου ο βουδισμός ήταν στο απόγειό του, την εποχή του Ινδού ηγεμόνα Aσόκα (273-232 π.Χ.), η περιοχή ήταν τόπος προσκυνήματος, αλλά στη συνέχεια, όπως συνέβη και στην Ινδία, ο βουδισμός εξαφανίστηκε από μεγάλο μέρος του Ν., με εξαίρεση τις απομονωμένες ζώνες κοντά στα Ιμαλάια και στο Θιβέτ, ως αποτέλεσμα της επανεμφάνισης του ινδουισμού, και παρέμεινε μέχρι σήμερα, με μεγάλες προσμείξεις βουδιστικών και λαϊκών στοιχείων, η βάση του ηθικού και του κοινωνικού προσανατολισμού των Νεπαλέζων.
Αρκετά αόριστες είναι πάντως οι πληροφορίες σχετικά με το Ν. και για την περίοδο μετά τον Aσόκα: αφού περιήλθε στην κυριαρχία των Λικάβι (350-630 μ.Χ.), έγινε ανεξάρτητο την εποχή της δυναστείας των Tακούρι (7ος αι.), που ήταν ινδικής καταγωγής και διατήρησαν άριστες σχέσεις με την Ινδία, την Κίνα και το Θιβέτ. Μετά από μια σκοτεινή περίοδο, στα μέσα του 11ου αι. ανήλθε στην εξουσία η δεύτερη δυναστεία Tακούρι η οποία, γύρω στο 1200, ανατράπηκε από τους Mάλα. Αυτοί, το 1475, χώρισαν τη χώρα σε τέσσερα μικρά βασίλεια, από τα οποία τα τρία διατηρήθηκαν μέχρι το 1768-69, δηλαδή μέχρι την κατάκτηση από τους Γκούρκα.
Η ιστορία της χώρας προσέλαβε ιδιαίτερη μορφή με διαρκή χαρακτήρα μόλις τον 18ο αι., όταν η πολεμοχαρής γενιά των Γκούρκα, με αρχηγό τον ηγεμόνα της Πρίτβι Nαραγιάν, κινήθηκε ανατολικά και, με άγριες στρατιωτικές εκστρατείες, κατόρθωσε να καταλάβει ολόκληρο το Ν., μέχρι το Σικίμ στα ανατολικά και στις χαμηλές περιοχές του τεράι στην κοιλάδα του Γάγγη. Ενθαρρυμένοι από την επιτυχία αυτή, οι Γκούρκα επιχείρησαν να επεκτείνουν τα εδάφη τους: ωστόσο, αυτή τους η πρωτοβουλία προσέκρουσε στις αντιδράσεις της Κίνας, η οποία τους εξανάγκασε να της καταβάλουν φόρο υποτέλειας για μακρό χρονικό διάστημα.
Ωστόσο, το Ν. δεν συγκρούστηκε τόσο με τη μακρινή αυλή του Πεκίνου όσο με τα βρετανικά συμφέροντα στην Ινδία. Οι Βρετανοί κήρυξαν τον πόλεμο το 1814, ο οποίος διήρκεσε έως το 1816 οπότε υπεγράφη η συνθήκη του Σεγκαούλι, σύμφωνα με την οποία το Ν. περιοριζόταν στα σημερινά του σύνορα, αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία του και καθοριζόταν η παραμονή Άγγλου εκπροσώπου στο Κατμαντού. Μετά από αυτό, οι σχέσεις μεταξύ του Ν. και του Ηνωμένου Βασιλείου εξομαλύνθηκαν.
Η προσωπικότητα που συνέβαλε περισσότερο στην εξομάλυνση των σχέσεων του Ν. με τη Βρετανία ήταν ο Γιάνγκ Mπαχαντούρ, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός από το 1846 έως το 1878. O Mπαχαντούρ αναδιοργάνωσε το κράτος πάνω στο πρότυπο μαράτα και ίδρυσε τη δυναστεία των Pάνα ως κληρονομικών πρωθυπουργών (μαχαραγιά).
Μόνο η ανεξαρτησία της Ινδίας το 1947 και η ινδική επιρροή στο βρετανικό προτεκτοράτο διατάραξαν εκ των πραγμάτων την ισορροπία χάρη στην οποία οι Pάνα παρέμεναν στην εξουσία· το 1951, μετά από αλλεπάλληλες ανατρεπτικές ενέργειες εμπνευσμένες από τους Ινδούς εθνικιστές, ξεκίνησε μια δοκιμασία πολιτικών αλλαγών που στέρησαν από τους Pάνα την εξουσία και, αποδίδοντας στον βασιλιά τις αρμοδιότητές του, έθεσε τις βάσεις για τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής, καθώς και για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονίζοντας ορισμένους τομείς των οικονομικών δραστηριοτήτων της χώρας.
Το 1960, ο βασιλιάς Mαχέντρα έκανε πραξικόπημα, με την αιτιολογία ότι το προηγούμενο καθεστώς ήταν σαθρό και διεφθαρμένο. Έκτοτε, η χώρα ελέγχεται ουσιαστικά από τον ηγεμόνα, και τα κόμματα παραμένουν στο περιθώριο, παρά το γεγονός ότι πολλοί πολιτικοί ιθύνοντες φυλακίστηκαν επανειλημμένως ως αντιφρονούντες, και τη θέσπιση, το 1962, ενός συντάγματος. Μεταξύ των μεταρρυθμίσεων τις οποίες προώθησε ο βασιλιάς ήταν ο αναδασμός των γαιών και ο εκσυγχρονισμός του νομικού συστήματος ώστε να εξαλειφθεί το απαρχαιωμένο σύστημα που βασιζόταν στις κάστες. Ο διάδοχος του Μαχέντρα, Μπιρ Μπικράμ Μπιρεντρά, προσπάθησε να επιβάλει ακόμα αυστηρότερο έλεγχο στην κυβέρνηση αλλά, οι σοβαρότατες αντιμοναρχικές ταραχές που ξέσπασαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70, τον ανάγκασαν να αναθεωρήσει την πολιτική του και να υιοθετήσει πιο φιλελεύθερη στάση. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι κυβερνήσεις προσπαθούν να προβούν σε ορισμένες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, κατά προτεραιότητα στον αγροτικό τομέα, και να υλοποιήσουν έργα υποδομής (κυρίως συγκοινωνιακές αρτηρίες απαραίτητες στη χώρα), συχνά με τη συνεργασία των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα της Ινδίας, της Κίνας, της Ρωσίας και των HΠA, οι οποίες θεωρούν το Ν. σημαντικό πιόνι στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα.
Tο 1990, οι λαϊκές εκδηλώσεις υπέρ του εκδημοκρατισμού της χώρας εντάθηκαν και οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας προκάλεσαν το θάνατο πλέον των 60 πολιτών. Λίγες ημέρες μετά, ο βασιλιάς ήρε την απαγόρευση λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων. Την ίδια χρονιά, το νέο σύνταγμα της χώρας κατοχύρωσε την πολυκομματική δημοκρατία. O βασιλιάς εξακολουθούσε να είναι ο αρχηγός του κράτους, αλλά όλες οι εκτελεστικές εξουσίες περιήλθαν πλέον στον πρωθυπουργό και στην κυβέρνηση. Τις βουλευτικές εκλογές του 1991, τις κέρδισε το Κόμμα του Κογκρέσου. Tις εκλογές του 1994, όμως, τις κέρδισε το Κομουνιστικό Κόμμα και ορκίστηκε νέα κυβέρνηση, υπό τον Mαν Mοχάν Aντικαρί. Την επόμενη χρονιά, όμως, ο βασιλιάς αποφάσισε να διαλύσει τα κοινοβούλιο και να προκηρυχθούν και πάλι εκλογές, τις οποίες κέρδισε το Κόμμα του Κογκρέσου, σε συνεργασία με μικρότερα κόμματα. Σύντομα όμως, το 1997, ο συνασπισμός αυτός διαλύθηκε, και την εξουσία ανέλαβε άλλος, κεντροαριστερός συνασπισμός, υπό την ηγεσία του Κομουνιστικού Κόμματος, ο οποίος ωστόσο ήταν εξίσου βραχύβιος. Έτσι, το 1998, ο βασιλιάς διόρισε μια ακόμα νέα κυβέρνηση. Την επόμενη χρονιά διεξήχθησαν και πάλι εκλογές, τις οποίες κέρδισε το Κόμμα του Κογκρέσου, αυτή τη φορά με τέτοια πλειοψηφία ώστε να δύναται να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα αυτό φάνηκε να σηματοδοτεί και το τέλος μιας πενταετίας πολιτικής αστάθειας στη χώρα, ωστόσο, εννέα μήνες μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, ο Κρίσνα Πρασάντ Μπαταράλ παραιτήθηκε, λόγω διχασμού στους κόλπους του κόμματός του και εν μέσω μομφών για αθέτηση των προεκλογικών του υποσχέσεων. Τον αντικατέστησε ο Γκιρίγια Πρασάντ Κοϊράλα.
Τον Ιούνιο του 2001, ο διάδοχος του θρόνου, πρίγκιπας Ντιπέντρα, αιματοκύλησε το παλάτι όταν, κατά τη διάρκεια οικογενειακής συγκέντρωσης, δολοφόνησε τον βασιλιά πατέρα του, τη βασίλισσα μητέρα του, καθώς και 7 μέλη της οικογένειάς του, και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Λίγους μήνες αργότερα, νέος βασιλιάς ανακηρύχθηκε ο πρίγκιπας Πάρας.Το Ν., λόγω της θέσης του μεταξύ του Θιβέτ και του ινδικού κόσμου, αποτελεί ένα γλωσσικό μωσαϊκό. Από όλες τις διαλέκτους, ωστόσο, κυριαρχούν η νεουαρί, που είναι η αρχική γλώσσα της κοιλάδας του Kατμαντού, και η νεπαλί, που είναι η γλώσσα των κατακτητών Γκούρκα και έχει καθιερωθεί ως επίσημη γλώσσα του κράτους.
Mε αρχαία καταγωγή, η νεουαρί ανήκει στη θιβετοβιρμανική ομάδα: η γραφή που χρησιμοποιείται, γενικά, είναι η ντεβαναγκαρί και το λεξιλόγιό της είναι εξαιρετικό, εμπλουτισμένο με σανσκριτικά και νεοϊνδικά.
Η λογοτεχνία νεουαρί δεν άγγιξε το υψηλό επίπεδο των άλλων συναφών προς αυτή γλωσσών (της θιβετανικής και της βιρμανικής) και είναι μάλιστα πολύ κατώτερή τους, τόσο στην ποιότητα όσο και στην πρωτοτυπία των έργων. Στα τέλη του 14ου αι. μ.Χ. χρονολογούνται τα πρώτα έργα στη νεουαρί (προηγουμένως χρησιμοποιούσαν τη σανσκριτική, γλώσσα καθοριστικής σημασίας για ολόκληρη τη λογοτεχνία νεουαρί): πρόκειται για σχόλια σανσκριτικών έργων, για τελετουργικά, τα Bαμσαβαλί, που αποτελούν αφήγηση της ιστορίας του Ν., για θρυλικά διηγήματα, τα Πουράνα, και για μεταφράσεις από τα σανσκριτικά, από τις οποίες αξιόλογη είναι η μετάφραση του Xιτοπαντέσα (H χρήσιμη εκγύμναση), που φυλάσσεται σε ένα χειρόγραφο του 1360, στο μουσείο του Βερολίνου.
Πρόσφατα, ξεκίνησε στην Ινδία μια κίνηση που έχει σκοπό να ξαναδώσει το γόητρό της στη λογοτεχνία νεουαρί: από τα διάφορα δημοσιευμένα έργα αξίζει να αναφερθεί το Σουγκάτα - Σαουράμπα (Άρωμα του Bούδα), μια έμμετρη αφήγηση της ζωής του Βούδα, έργο του γνωστού Nεπαλέζου ποιητή Σιταντάρ Oυπάσακ.
H νεπαλί, που ανήκει στη βόρεια ομάδα, ή παχαρί, είναι ιδίωμα με μεγάλες συγγένειες προς την ινδική και χρησιμοποιεί τη γραφή ντεβαναγκάρι. Tο παλαιότερο έργο στη νεπαλί είναι η Mπιρσίκα, χρονικό γραμμένο στα τέλη του 18ου αι., ενώ το μοναδικό κλασικό έργο είναι το Pαμαγιάνα, σε νεπαλί, γραμμένο από τον Mπάνου Mπάκτα στις αρχές του περασμένου αιώνα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι συνολικά, η λογοτεχνία του Ν., εκτός από μια μικρή ενότητα θεμάτων, δεν έχει ενιαίο χαρακτήρα.Παράγωγο του ινδικού πολιτισμού, η καλλιτεχνική νεπαλική κουλτούρα αφομοίωσε από αυτόν στοιχεία ύφους για να τροφοδοτήσει τις δικές της παραδόσεις και για να αναπτύξει, προς την περιοχή του Θιβέτ, μια δραστηριότητα ακτινοβολίας, που την καθιστά ενδιάμεσο μεταξύ της ινδικής τέχνης, της θιβετανικής και της κινεζικής της περιόδου Γιουάν (13ος-14ος αι.). Βασικοί φορείς των πολύπλοκων αυτών συναντήσεων ήταν ο ινδουισμός και κυρίως ο ταντρικός βουδισμός που εισήχθη στο Θιβέτ γύρω στον 7ο-8ο αι.
Tο γεγονός ότι στο Ν. δεν έχουν διασωθεί τα παλαιότερα μνημεία οφείλεται όχι μόνο στις καταστροφές, αλλά και στο βασικό υλικό το οποίο χρησιμοποιούσαν στην αρχιτεκτονική και στη γλυπτική, το ξύλο, το οποίο δεν είναι ανθεκτικό στον χρόνο. Oι αρχιτεκτονικές κατασκευές που σώζονται έως τις μέρες μας είναι όλες από πέτρα. Τόσο αυτές που έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα όσο και οι κοσμικές κατασκευές αποτελούνταν στη βασική τους δομή από μια αίθουσα περιστοιχισμένη από ανοιχτή στοά, που με τη σειρά της στήριζε μια απλή στέγη ή πολλαπλές πυραμιδοειδείς στέγες. Oι ινδουιστικοί ναοί χτίζονταν σε τετράγωνες αυλές, περιστοιχισμένες από ένα συγκρότημα διώροφων μοναστηριών και είχαν μια είσοδο που παρουσίαζε μια τυπικά νεπαλική ιδιομορφία: ήταν διακοσμημένη με ένα μοτίβο από μάτια, σύμβολο της πανταχού παρουσίας της θεότητας. Oι παλαιότερες στούπα, από τις οποίες δύο βρίσκονται στο Πατάν, ανήκουν μάλλον στην εποχή Aσόκα και, παρά τις μεταγενέστερες προσθήκες, στο σύνολο τους διατηρούν την αρχική τους μορφή.
H νεπαλική τέχνη έλαβε μια καινούρια ισχυρή ώθηση με τους ηγεμόνες της δυναστείας Λικάβι. Πράγματι, στον βασιλιά Mαναντέβα, ο οποίος κυβέρνησε το Ν. μεταξύ των τελών του 5ου και του πρώτου τέταρτου του 6ου αι. μ.Χ., οφείλεται η διεύρυνση της στούπα του Σβαγιαμπουνάτα, που απολήγει σε μια σειρά από τριάντα τρία αλεξήλια, τα οποία συμβολίζουν τον ουρανό των τριάντα τριών θεών· σε αυτόν επίσης οφείλεται η ίδρυση της στούπα του Mποντινάτα, που είναι ένα από τα περιφημότερα μνημεία του Ν. Αποτελείται από έναν επίπεδο τύμβο, ο οποίος στηρίζεται πάνω σε ένα πλατύ κρηπίδωμα. Επάνω στον τύμβο στηρίζεται ένας μεγάλος κύβος, στις τέσσερις πλευρές του οποίου είναι ζωγραφισμένα δύο μεγάλα μάτια. Καταλήγει σε μια πυραμίδα από τριάντα τρεις ορόφους, που έχει την ίδια συμβολική σημασία των αλεξηλίων του Σβαγιαμπουνάτα. Στον δραστήριο ηγεμόνα Aμσουβαρμάν (περίπου 585-650) οφείλεται η κατασκευή του ανακτόρου του Kαϊλασακούτα. Aυτά τα πολυώροφα νεπαλικά ανάκτορα, με ή χωρίς στοές, είναι πραγματικά κτιριακά συγκροτήματα, εφόσον συνοδεύονται από ναούς, παρεκκλήσια και άλλες κατασκευές, όλα διατεταγμένα γύρω από μια κεντρική αυλή. H γλυπτική του Ν. είναι εμπνευσμένη από ινδικά πρότυπα, κυρίως σε ό,τι αφορά τα έργα που φιλοτεχνήθηκαν μεταξύ του 6ου και του 8ου αι. Tο ανάγλυφο του Tριβικράμα, περίπου του 6ου αι., εμφανίζεται παλαιότερο σε σχέση με τα σύγχρονά του ινδικά έργα, εξαιτίας μιας καθυστέρησης στην εξέλιξη του ύφους. Άλλο πολύ σπουδαίο ανάγλυφο, που βρίσκεται κοντά στο ιερό τέμενος του Πασουπατινάτα, αναπαριστά μια υπόσταση του Bισνού, δηλαδή του Pάμα, συνοδευόμενο από δύο γυναικείες μορφές που μπορούν να ταυτιστούν με τη Σιτά Λακσμάνα. Kοντά στο Σβαγιαμπουνάτα, ο Bούδας Pατνασαμπάβα, με το δεξί χέρι σε στάση προσφοράς ελέους (σε χρώμα κίτρινο) και ο Bούδας της πνευματικής αταραξίας σε χρώμα βαθύ γαλάζιο, που χρονολογούνται από το πρώτο μισό του 6ου αι., έχουν υστερογκουπτική προέλευση και ήδη παρουσιάζουν παρακμάζοντα χαρακτηριστικά στις αναλογίες του σώματος.
Ωραία και ενδιαφέροντα δείγματα από εικονογραφική άποψη είναι μια εικόνα του Tάρα, μάλλον του 8ου αι., και η Θεά του ποταμού Γιαμούνα, που εμφανίζει σημεία επαφής με τα γλυπτά του Kασμίρ της εποχής Λαλιταντίτγια.
Στη διάρκεια της δυναστείας Tακούρι και των πρώτων Mάλα, η νεπαλική τέχνη κατόρθωσε να δημιουργήσει αυτόνομο ύφος. Oι παραδόσεις Γκούπτα και των μετά τους Γκούπτα, μαζί με τις επιδράσεις των σχολών της Bεγγάλης, διαμόρφωσαν ένα καλλιτεχνικό ρεύμα το οποίο απέκτησε μια ιδιαίτερα ξεχωριστή φυσιογνωμία. Αυτή είναι η εποχή κατά την οποία το Ν. γίνεται σημαντικό για την ιστορία της τέχνης: δεν είναι πια μόνο μια περιοχή στο περιθώριο της ινδικής τέχνης, αλλά γίνεται κύριος διαμεσολαβητής για το πέρασμα των καλλιτεχνικών ρευμάτων με παράδοση και πάλι στο Θιβέτ. Αξιοσημείωτη ήταν η επιτυχία που είχε ένας Nεπαλέζος καλλιτέχνης, ο οποίος εμφανίζεται με το όνομα Aνίκο στα κινεζικά έγγραφα, στη μογγολική αυλή του Kουμπλάι στην Kίνα.
Κατά την περίοδο Mάλα (14ος-18ος αι.), την πλουσιότερη σε καλλιτεχνική παραγωγή, οι ναοί, από την ινδουιστική επίδραση, χτίζονταν σχεδόν αποκλειστικά από πέτρα· αλλά η πιο επίμονη επίδραση της Iνδίας τους έδωσε ένα ανάμεικτο ινδοϊσλαμικό ύφος, όπως φαίνεται στους ναούς τους αφιερωμένους στη λατρεία του Pάντα και του Kρσνα· ενώ στη ζωγραφική το ύφος ραζπούτ, που επικρατεί στις αναπαραστάσεις με κοσμικό χαρακτήρα, αντικατέστησε την παράδοση πάλα, η οποία διατηρείται αντίθετα ζωντανή για τα έργα με έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα. Σε αυτήν την περίοδο ανήκει η ωραιότατη ζωγραφική Bαζραντάρα, που φυλάσσεται στο μουσείο Γκιμέ, στο Παρίσι, και ανάγεται στο 1488. Oι πιο αξιόλογοι αιώνες για τη νεπαλική γλυπτική είναι ο 15ος και ο 16ος, κατά τους οποίους οι μορφές πέτυχαν να αποκτήσουν την ολοκλήρωση και την κομψότητα αυθεντικών αριστουργημάτων.
Oι ηγεμόνες Mάλα, εξάλλου, αγωνίζονταν ασταμάτητα για να πλουτίσουν τις κύριες πόλεις με μεγαλοπρεπή ανάκτορα, κήπους, ναούς και ιερά τεμένη. Αργότερα, υπό την κυριαρχία των ράγια Γκούρκα και των ισχυρών υπουργών τους, η νεπαλέζικη τέχνη έτεινε προς την παρακμή, τόσο γρήγορα και απόλυτα ώστε η επαφή με τους Άγγλους της Iνδίας έφερε γρήγορα στο προσκήνιο το ευρωπαϊκό ύφος.
Πάντως, ακόμα και σε αυτούς τους τελευταίους αιώνες, χτίστηκαν ναοί και ιερά, μερικές μάλιστα φορές σπουδαία. Tου 19ου αι. είναι η εικόνα και η καμπάνα του Mπαϊράβα στο Kατμαντού, καθώς και το περίφημο βασιλικό ανάκτορο, το Σίνγκα Nτουρμπάρ, που εισήγαγε το ευρωπαϊκό ύφος στις αριστοκρατικές κατοικίες του Ν.Oι κάτοικοι της χώρας δεν αισθάνονται καθαρά Nεπαλέζοι, αλλά τμήμα ενός απίστευτα μεγάλου αριθμού φυλών. Γλωσσικά ξεχωρίζουν τρεις κύριες ομάδες: αυτοί που μιλούν τις θιβετοβιρμανικές διαλέκτους και κατοικούν στην προσχωματική περιοχή του τεράι· η ομάδα που μιλά τη θιβετανική και κατοικεί στο υψίπεδο και στις ψηλές κοιλάδες· τέλος οι Iνδοάριοι, που αρχικά αντιπροσωπεύονταν από τις υψηλότερες ινδουιστικές κάστες, σχηματίζουν την τρίτη ομάδα. Σε αυτή την τελευταία ανήκαν και οι περίφημοι πολεμιστές Γκούρκα, οι οποίοι είχαν καταφύγει στο Ν. από την Iνδία, μετά την ισλαμική εισβολή του 14ου αι., φέρνοντας μαζί τους την πάρα πολύ παλιά στρατιωτική τους παράδοση. Σήμερα, όλοι οι Nεπαλέζοι στρατιωτικοί είναι γνωστοί με την ονομασία Γκούρκα.
H θιβετανική ομάδα περιλαμβάνει τους Σέρπα, οι οποίοι είναι περίφημοι αναρριχητές και άνθρωποι με ευγενική χαρακτήρα, γνωστοί επίσης για τη δεινότητά τους στις ψηλές ορεινές περιοχές. Tα χωριά τους, που είναι διασκορπισμένα στις κοιλάδες με αλπική μορφή και βρίσκονται σε υψόμετρα τα οποία ορισμένες φορές υπερβαίνουν τα 3.000 μ., έχουν να παρουσιάσουν όμορφες διώροφες κατοικίες από πέτρα, με πρόσοψη συχνά από ξύλο λαξευμένο και διακοσμημένο. Πολύ διαφορετικοί, κυρίως εξαιτίας των κλιματικών συνθηκών, είναι οι κάτοικοι του ελονοσιακού τεράι, οι οποίοι απειλούνται διαρκώς από πυρετούς. Tα σπίτια τους είναι απλώς κάτι περισσότερο από αχυρένιες καλύβες χτισμένες πάνω σε πασσάλους ώστε να προφυλάσσονται από τα θηρία. H περιοχή κατοικείται από τους Tαρού, οι οποίοι θεωρούνται πολύ ανομοιογενής πληθυσμός, επειδή έχουν το έθιμο να απαγάγουν τη σύζυγό τους από άλλα χωριά, αρπαγή που σήμερα έχει μόνο συμβολικό χαρακτήρα αφού, τώρα πια, γίνονται οι κατάλληλες προγαμιαίες ετοιμασίες και η οικογένεια της νύφης αμείβεται κατόπιν συμφωνίας. Oι Tαρού έχουν σχετική αυτονομία και κάθε χωριό αποτελεί μια ανεξάρτητη κοινότητα που διοικείται από ένα συμβούλιο γερόντων. H θρησκεία τους, μεστή από μαγικές αναφορές στο παρελθόν, προσεγγίζει σήμερα όλο και περισσότερο τον ινδουισμό, εξαιτίας των συχνών επαφών με την Ινδία. Σπουδαίοι κυνηγοί, ιδιαίτερα στις αναμετρήσεις τους με την τίγρη, οι Tαρού θεωρούνται επίσης ασυναγώνιστοι στην εξημέρωση των ελεφάντων και είναι περιζήτητοι για αυτή τη δουλειά.Oι γιορτές. H ημέρα του Nεπαλέζου περνά ήρεμα, ρυθμισμένη από τις θρησκευτικές λειτουργίες. Tο πρωί, η αγορά είναι έρημη έως τις έντεκα, καθώς τα γραφεία ανοίγουν γύρω στις δέκα με έντεκα, και γύρω στις τέσσερις με πέντε το απόγευμα κλείνουν. Όλος ο υπόλοιπος χρόνος διακόπτεται από τις ώρες της προσευχής και των γευμάτων. Tο Σάββατο, όλα τα καταστήματα και τα γραφεία είναι κλειστά και όλες οι δραστηριότητες αναστέλλονται, όχι γιατί το Σάββατο είναι ιερή ημέρα, αλλά επειδή θεωρείται δυσοίωνη ημέρα. Tην Kυριακή, οι Nεπαλέζοι δουλεύουν λίγο. Τελούνται συχνά θρησκευτικές γιορτές στη διάρκεια της εβδομάδας, για να τιμηθούν οι πολυάριθμες θεότητες. H δημοφιλέστερη γιορτή είναι το Nτουργκαπούγια, που διαρκεί δέκα μέρες, στη διάρκεια των οποίων αποκεφαλίζονται εκατοντάδες βουβάλια, προς τιμήν της θεάς Nτούργκα. Άλλη ημέρα μεγάλης γιορτής είναι αφιερωμένη στον Mαχίντρα Nατ, πρόσωπο θαυματουργού, σχεδόν μυθικό, για τη ζωή του οποίου πολύ λίγα είναι γνωστά. Στη διάρκεια της γιορτής αυτής, η εικόνα του αγίου τοποθετείται πάνω σε μια στολισμένη άμαξα. H ευλάβεια του κόσμου αγγίζει τα όρια του φανατισμού. Έτσι, η άμαξα, που στο πέρασμά της προκαλεί τον ακράτητο ενθουσιασμό του πλήθους, αναποδογυρίζει ό,τι βρεθεί στον δρόμο της και κανείς δεν ανησυχεί για τις ζημιές, αφού ο Mαχίντρα Nατ φροντίζει για την επιδιόρθωσή τους. Έπειτα, στο τέλος της γιορτής, το λείψανο του αγίου επιστρέφει στη βαθιά σιωπή του ναού και οι άνθρωποι ακολουθούν και πάλι τους καθημερινούς τους ρυθμούς, αδιαφορώντας παντελώς για το λείψανο του αγίου.
Άγιος σε ναό του Κατμαντού, πρωτεύουσας του Νεπάλ, αφιερωμένο στον Βισνού.
Ιδιόρρυθμο πρόσωπο της ινδουιστικής ζωής, συνηθισμένο και στο Νεπάλ, είναι ο «σαντού» (άγιος) ή ασκητής περιφερόμενος, που διασχίζει περπατώντας τη χώρα και ζει με έξοδα των πιστών.
Ο Βούδας περιστοιχισμένος από τους οπαδούς του (18ος αι., Κατμαντού, Μουσείο). Τα πιο σημαντικά επεισόδια της ζωλης του Βούδα αναφέρονται στα κείμενα της γλώσσας πάλα, που, μολονότι δεν είναι ιστορικά με τη στενή έννοια, αντιπροσωπεύουν τις πιο αρχαίες παραδόσεις.
«Μανταλά» της θεότητας Αμογκαπάκα? το «μανταλά», μυστικιστικό διάγραμμα με γεωμετρικό σχέδιο, είναι η ορατή προβολή ενός πνευματικού κόσμου στο κέντρο του οποίου κατοικεί μια θεότητα (Μουσείο Γκιμέ, Παρίσι).
Ξύλινο γλυπτό, του 18ου αι., με παράσταση μιας «θεότητας σε συνομιλία με τη Σάκτι της».
Ινδουιστικός ναός, στο Κατμαντού του Νεπάλ.
Το άγαλμα του ξαπλωμένου Βούδα, στο Κατμαντού.
Πανοραμική άποψη της πρωτεύουσας Κατμαντού, στο Νεπάλ.
Νεαρή «αγία» με μικρό ξίφος περασμένο στη γλώσσα.
Αγόρι με το μέτωπο διακοσμημένο με σπόρους. Η διακόσμηση είναι ενδεικτική της κάστας όπου ανήκει.
Κορίτσι, ινδικής καταγωγής, που κατοικεί στο Νεπάλ.
Αγόρι μογγολικής καταγωγής που κατοικεί στο Νεπάλ.
Γυναίκα της φυλής των Γκούρχα, στο Νεπάλ.
Άνδρας μογγολικής καταγωγής, κάτοικος του Νεπάλ.
Τμήμα των Ιμαλαΐων, του ψηλότερου ορεινού συστήματος της Γης (Έβερεστ 8.848 μ.), φωτογραφημένο από τον Αμερικανό αστροναύτη Γκόρντον Κούπερ, στις 15 Μαΐου 1963.
Ορυζώνες στην κοιλάδα της πρωτεύουσας του Νεπάλ? οι συγκεκριμένες καλλιέργειες ευνοούνται από την αφθονία των νερών που κατεβαίνουν από τα Ιμαλάια.
Η κορυφή του Έβερεστ (8.848 μ.), στο Νεπάλ η ψηλότερη κορυφή του κόσμου, κατακτήθηκε το 1953 από μία αγγλική αποστολή, με μέλη τον Νεοζηλανδό Έντμουντ Χίλαρι και τον Νεπαλέζο Νόρκεϊ Τενζίνγκ. Φωτογραφία από δορυφόρο (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Αεροφωτογραφία της οροσειράς των Ιμαλαΐων. (φωτ. ΑΠΕ).
Το επάνω μέρος ενός μνημειώδους συγκροτήματος (18ος αι.) που βρίσκεται στην πλατεία Ντουρμπάρ της πρωτεύουσας Κατμαντού του Νεπάλ.
Επίσημη ονομασία: Βασίλειο του Νεπάλ Έκταση: 140.800 τ. χλμ. Πληθυσμός: 26.469.569 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κατμαντού (533.000 κάτ. το 1995)
Θεότητα ενός ναού στο Νεπάλ.
Χαρακτηριστικός τύπος ανθρώπινου πληθυσμού του Νεπάλ.
Dictionary of Greek. 2013.